αρχιπάτωρ

αρχιπάτωρ
ἀρχιπάτωρ, ο (Μ)
1. ο πατριάρχης, ο γενάρχης
2. ο πρώτος γενάρχης του γένους των ανθρώπων, ο Αδάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι-* + -πάτωρ < πατήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”